- τζαμωτός
- η , ό застеклённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζαμωτός — ή, ό, Ν [τζαμώνω] αυτός που έχει τζάμια ή είναι φραγμένος με τζάμια (α. «τζαμωτή πόρτα» β. «τζαμωτός θόλος») … Dictionary of Greek
τζαμωτός — ή, ό αυτός που έχει τζάμια: Τζαμωτή πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υαλοσκεπής — ές, Ν στεγασμένος με τζάμια, τζαμωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. νεφο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
υαλωτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αποτελείται από υαλοπίνακες, τζαμωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το υαλωτό το τζαμωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
προθήκη — η τζαμωτός χώρος στην είσοδο του καταστήματος όπου τοποθετούνται, για διαφήμιση, ορισμένα εμπορεύματα, αλλ. βιτρίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υαλοσκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, σκεπασμένος με υαλοπίνακες, υαλόφραχτος, τζαμωτός, τζαμένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υαλόφραχτος — η, ο 1. που περικλείνεται ή καλύπτεται από υαλοπίνακες, που έχει υαλοπίνακες, ο τζαμωτός. 2. το ουδ. ως ουσ., υαλόφραχτο υαλοστάσιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)